παράλλαγμα

παράλλαγμα
παράλλαγμα
alternation
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παράλλαγμα — το αυτός που άλλαξαν τα χαρακτηριστικά του από αρρώστια ή κάκωση, άσχημος, έκτρωμα: Παράλλαγμα τον κατάντησε η αρρώστια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράλλαγμα — τὸ, Α [παραλλάσσω] 1. παράλλαξη 2. εναλλαγή, ποικιλία, διαφορά 3. απόκλιση από το κανονικό …   Dictionary of Greek

  • παραλλαγμάτων — παράλλαγμα alternation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλλάγματα — παράλλαγμα alternation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρασημάδεμα — ατος, το αλλαγή στα σημάδια, στα σουσούμια, παράλλαγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”